Mycenaean Secondary Burial Revisited: Legacy Data, Taphonomy, and the Process of Burial in Achaia, Greece
Main Article Content
Abstract
Archaeologists working in various contexts around the world frequently label human remains found in a commingled, fragmented state as “secondary burials” without consideration of the processes by which they form. This unevaluated categorization can lead to inaccurate generalizations and poorly theorized interpretations. Here, I evaluate burial deposits labeled “secondary burials” in a sample of Mycenaean tombs by applying a multifaceted bioarchaeological methodology to reconstruct the actions within the diverse mortuary practices of this period. I use previously excavated human remains (legacy data) and their archaeological context to test hypotheses regarding Mycenaean mortuary practices. Based on an analysis of bone completeness, fragment length, cut marks, element survival percentages, intact skeletal articulations, and tomb context, it is evident that body manipulation in Mycenaean burials was common but varied. In some tombs, disarticulated skeletal material was found next to a primary burial and exhibited percentages of element survival similar to primary deposits. In other tombs, deposits of human remains were found without nearby primary burials. Secondary burial consisting of bone selection and reburial without an associated primary burial was found in only one tomb. Therefore, secondary burial involving deliberate collection and reburial of specific human remains was a rare practice in Mycenaean Achaia. This study shows the value of a multifaceted bioarchaeological approach to a sample of legacy data and reminds archaeologists to be wary of overarching terminology that can obscure complex multistage mortuary processes.
Τα ανθρώπινα σκελετικά υπολείμματα που βρίσκονται συχνά αποσπασματικά και αναμεμειγμένα σε τάφους,
πολύ συχνά περιγράφονται ως «δευτερογενείς ταφές». Η χρήση του περιγραφικού και γενικόλογου αυτού όρου περιορίζει τις δυνατότητες ερμηνείας και θεωρητικής προσέγγισης καθώς δεν διερευνά τις πρακτικές που οδηγούν στη θραύση και ανάμειξη ή διασπορά των ανθρώπινων οστών. Στο άρθρο αυτό γίνεται μία προσπάθεια να διερευνηθεί με την χρήση σύνθετων βιοαρχαιολογικών μεθόδων ένας αριθμός «δευτερογενών ταφών» (ή «ανακομιδών») που έχουν βρεθεί σε μυκηναϊκούς τάφους. Αν και οι τάφοι αυτοί αποκαλύφτηκαν πριν κάποιες δεκαετίες κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών, είμαστε σε θέση να ανασυστήσουμε τις ταφικές πρακτικές με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα και τα συνευρισκόμενα στοιχεία. Με βάση τον βαθμό πληρότητας και το μήκος των θραυσμένων οστών, την παρουσία ή απουσία ιχνών κοπής, την ποσοστιαία παρουσία διαφορετικών τμημάτων του σκελετού, την ύπαρξη αρθρωμένων οστών και άλλα αρχαιολογικά στοιχεία, η ανάλυση μας επιτρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο διαμελισμός των σκελετοποιημένων ανθρώπινων λειψάνων αποτελεί διαδεδομένο έθιμο στη μυκηναϊκή εποχή, το οποίο όμως συναντάται σε διάφορες παραλλαγές. Σε ορισμένους τάφους ανευρίσκονται δευτερογενείς ταφές δίπλα σε πρωτογενείς παρουσιάζοντας παρόμοια ποσοστιαία παρουσία τμημάτων του σκελετού. Σε άλλες περιπτώσεις όμως τάφοι περιέχουν μόνον δευτερογενείς ταφές. Στο δείγμα που εξετάζεται στην παρούσα μελέτη, μόνον σε μία περίπτωση βρέθηκε σαφής δευτερογενής ταφή, δηλαδή ταφή που αποτελείται μόνον από επιλεγμένα τμήματα του σκελετού και που μετακινήθηκε από την αρχική της θέση. Μπορούμε λοιπόν να καταλήξουμε ότι οι πραγματικές δευτερογενείς ταφές είναι σπάνιες στη μυκηναϊκή Αχαϊα. Η μελέτη αυτή αποδεικνύει ότι η λεπτομερής βιοαρχαιολογική ανάλυση ανθρώπινου σκελετικού υλικού, ακόμη και όταν αυτό προέρχεται από παλαιότερες ανασκαφές, μας επιτρέπει να ανασυστήσουμε την πολυμορφία των μυκηναϊκών ταφικών πρακτικών, και δείχνει την ανεπάρκεια του γενικού και περιγραφικού όρου «δευτερογενής ταφή» που ακόμη χρησιμοποιείται ευρύτατα.